- κηθάριον
- κηθάριονvoting-urnneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηθάριον — κηθάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κηθίς) μικρή κληρωτίδα, μικρή κάλπη («ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον καί τραγαλίζοντα τὸ μηδέν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. ζευγ άριον, κλιν άριον)] … Dictionary of Greek
κηθαρίου — κηθάριον voting urn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηθάρια — κηθάριον voting urn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήθιον — και ιων. τ. κείθιον, τὸ (Α) [κηθίς] κηθάριον* … Dictionary of Greek